διευκολύνω

From LSJ

αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child

Source

Greek Monolingual


1. καθιστώ κάτι εύκολο
2. παρέχω τα μέσα ή δείχνω τον τρόπο για την ευκολότερη διεξαγωγή ενός έργου
3. βοηθώ κάποιον να αντιμετωπίσει μια δύσκολη κατάσταση προσφέροντάς του χρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + ευκολύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1857 στον Βλάσιο Σκορδέλη].