ευλή

Greek Monolingual

εὐλή, ἡ (Α)
συν. στον πληθ.
1. σκουλήκι, προνύμφη μύγας η οποία ζει στο κρέας που σαπίζει («ὑπ' εὐλέων καταβρωθῆναι», Ηρόδ.)
2. γεν. σκουλήκι («εὐλάς τε κάμπας τε»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ε-Fl-a, ίσως < Fελ-ή, με μετάθεση. Πρόκειται για ονοματικό παράγωγο του ρ. είλω «στρέφω, γυρίζω, περιστρέφω»].