προνύμφη

Greek Monolingual

η, Ν
βιολ.. αναπτυξιακή μορφή τών ζωικών οργανισμών, ενδιάμεση μεταξύ εμβρύου και τέλειου ατόμου, συνήθως ενήλικου στα περισσότερα ασπόνδυλα ζώα και σε πολλά κατώτερα σπονδυλόζωα, όπως λ.χ. στα αμφίβια και στα ψάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pronymph (< προ- + νύμφη)].