ευρωπός

Greek Monolingual

εὐρωπός, -ή, -όν (ΑΜ)
ευρύς («ἐν εὐρωποῖσιν ἁλὸς λαγόνεσσι», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -ωπος < -ωψ, -ωπος εκτεταμ. βαθμ. ωπ- της ρίζας οπ- (πρβλ. όπωπα)].