ευρύς
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
Greek Monolingual
-εία -ύ (ΑΜ εὐρύς, -εῖα, -ύ)
1. εκείνος που έχει αρκετή ή μεγάλη έκταση, του οποίου τα άκρα ή οι πλευρές βρίσκονται σε απόσταση μεταξύ τους, πλατύς, φαρδύς
2. διαδεδομένος (α. «ευρεία φήμη» β. «ευρεία αναγνώριση της αξίας του»
γ) «εὐρὺ κλέος»)
μσν.
έτοιμος, πρόθυμος να κάνει κάτι κακό («εὐρὺς εἰς βλασφημίαν»)
αρχ.
1. παχύς, χοντρός
2. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) εὐρυ
ευρέως.
επίρρ...
ευρέως (ΑΜ εὐρέως)
με μεγάλη διάδοση, πλατιά («διαδίδεται ευρέως ότι...»)
αρχ.
με ευρυχωρία, με άνεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η ετυμολογία της λ. παρουσιάζει προβλήματα. Συγγενής τ. το ουσ. εύρος. Η σύνδεση τους με τα αρχ. ινδ. uru «ευρύς», varas «ευρύτητα» και το αβεστ. vouru- «ευρύς» και κατ' επέκταση, με τον ΙΕ τ. wrrus (συνεσταλμένη βαθμίδα) «ευρύς» για το επίθ. και weros (απαθής βαθμίδα) «ευρύ» για το όνομα δεν ερμηνεύει το αρχικό φωνήεν ε-. Γι' αυτό συσχετίζεται με ελλ. αρχικό τ. ε-Fρύ-ς, με πρόθεματικό φωνήεν και μηδενισμένη βαθμίδα. Κατ' άλλη άποψη, το ε είναι προϊόν μεταθέσεως από αρχικό τ. Fερύς, με απαθή βαθμίδα. Ως α' συνθετικό η λ. ευρύς απαντά σε πολυάριθμα σύνθετα, πολλά από τα οποία μαρτυρούνται από την αρχαία εποχή μέχρι σήμερα. Ως β' συνθετικό απαντά με τη μορφή -ευρής στον τ. ισο-ευρής.
ΠΑΡ. ευρύνω, ευρύτης
νεοελλ.
εύρυνση
(Για σύνθ. βλ. ευρυ-)].