ευρύνωτος

Greek Monolingual

εὐρύνωτος, -ον (Α)
αυτός που έχει ευρέα νώτα, φαρδιές πλάτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -νωτος (< νώτα), πρβλ. πλατύνωτος, υψηλόνωτος].