υψηλόνωτος

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει ψηλά νώτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + -νωτος (< νῶτον), πρβλ. χαλκόνωτος].