ευφιλόπαις

Greek Monolingual

εὐφιλόπαις, -αιδος, ὁ, ἡ (Α)
(για μικρό λιοντάρι) ο πολύ αγαπητός στα παιδιά («ἅμερον, εὐφιλόπαιδα καὶ γεραροῖς ἐπίχαρτον», Αισχύλ.).