ευχρήματος

Greek Monolingual

εὐχρήματος, -ον (Α)
πλούσιος, εύπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -χρηματος (< χρήμα < χρώμαι), πρβλ. ερασιχρήματος, φιλοχρήματος].