εφελκύω

Greek Monolingual

(ΑΜ ἐφελκύω)
σύρω, τραβώ προς το μέρος μου («καὶ μαγνῆτις ὥσπερ, ἐφελκύσω πρὸς τὰ σὰ παιδεύματα», Μηναί.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἑλκύω].