ἐφιδρύω (Α)1. θέτω ή ιδρύω κάτι πάνω σε κάτι2. (μέσ. και παθ.) ἐφιδρύομαιτοποθετούμαι πάνω σε κάτι, ανεβαίνω3. ιδρύω, συνιστώ, παρασκευάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. επί + ἱδρύω.