εφτάδυμος

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που γεννήθηκε μαζί με άλλα έξι αδέλφια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα- + -δυμος αναλογικά προς το δι-δυμος (πρβλ. τρίδυμος)].