τρίδυμος
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
English (LSJ)
τρίδυμον, threefold, τρίδυμα = three born at a birth, triplets Plu.2.906b,c, Sor.1.43, Artem.5.12; τρίδυμοι ἀδελφοί Demarat. ap. Stob.3.39.32; τρίδυμοι παῖδες D.H.3.22; λόγος Ph.1.302; Τρίδυμος Πύλη = Porta Trigemina, D.H.1.32.
German (Pape)
[Seite 1142] nach δίδυμος gebildet, dreifach, dreidoppelt; τρίδυμοι, mit u. ohne παῖδες, Drillinge, Plut. plac. phil. 5, 10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
né d'un triple enfantement ; οἱ τρίδυμοι triplés.
Étymologie: τρεῖς, δύω ; cf. δίδυμος.
Russian (Dvoretsky)
τρίδῠμος: [по аналогии с δίδυμος, от δύο троичный, тройной: τρίδυμοι παῖδες Plut. тройни; τρίδυμοι ἀδελφοί Plut. три брата-близнеца.
Greek (Liddell-Scott)
τρίδῠμος: -ον, (τρὶς) τριπλοῦς, τρίδυμα, (ὡς τὸ δίδυμοι, δίδυμα), τρία ὁμοῦ τεχθέντα, πῶς δίδυμα καὶ τρίδυμα γίνεται Ἐμπεδοκλ. παρὰ Πλουτ. 906Β· τρ. ἀδελφοὶ Δημάρατος παρὰ Στοβ. 228. 22.
Greek Monolingual
-η, -ο / τρίδυμος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που γεννήθηκε μαζί με δύο άλλους κατά τον ίδιο τοκετό
2. τριπλός
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τρίδυμα
τρία παιδιά που γεννήθηκαν μαζί κατά τον ίδιο τοκετό
νεοελλ.
1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι τρίδυμοι
τα τρίδυμα
2. φρ. α) «τρίδυμο νεύρο»
(ανατ.-φυσιολ.) εγκεφαλικό νεύρο, το οποίο αναδύεται από την προσθιοπλάγια επιφάνεια της γέφυρας και ύστερα από βραχεία πορεία σχηματίζει το μηνοειδές γάγγλιο, από το οποίο εκπορεύονται τρεις κλάδοι, το οφθαλμικό, το άνω γναθικό και το κάτω γναθικό νεύρο
β) «τρίδυμος κρύσταλλος»
(κρυσταλλ.) σύνθετος κρύσταλλος που αποτελείται από τρεις απλούς κρυστάλλους της ίδιας φύσης, οι οποίοι ανά δύο συμφύονται μεταξύ τους, σύμφωνα με τους νόμους της διδυμίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -δυμος (< θ. του δύ-ο + επίθημα -μος, βλ. λ. δίδυμος), πρβλ. πεντάδυμος].