επιχρίω μετάλλινα ή πήλινα σκεύη με υαλώδες επίχρισμα, σμαλτώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὑαλώνω (< ὕαλος) διάφορο του εμ-φιαλ-ώνω (< φιάλη)].