εχιδνοκέφαλος

Greek Monolingual

ἐχιδνοκέφαλος, -ον (Α)
αυτός που έχει κεφάλι οχιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. βραχυκέφαλος, δολιχοκέφαλος.