δολιχοκέφαλος

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
άτομο του οποίου η μέγιστη προοπίσθια διάμετρος της κεφαλής είναι πολύ μεγαλύτερη από τη μέγιστη εγκάρσια.