δολιχοκέφαλος

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
άτομο του οποίου η μέγιστη προοπίσθια διάμετρος της κεφαλής είναι πολύ μεγαλύτερη από τη μέγιστη εγκάρσια.