εχιδνολογώ

Greek Monolingual

ἐχιδνολογῶ, -έω (Μ)
συλλέγω έχιδνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα + -λογώ «μαζεύω» (πρβλ. βλαστολογώ, ψηφολογώ].