βλαστολογώ

From LSJ

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source

Greek Monolingual

(-άω) (AM βλαστολογῶ, -έω)
κόβω βλαστούς από δέντρο ή άλλο φυτό
μσν.- νεοελλ.
ξεχορταριάζω, βοτανίζω.