εύαγρος

Greek Monolingual

εὔαγρος, -ον (Α)
1. αυτός που είναι τυχερός στο κυνήγι
2. αυτός που παρέχει καλό κυνήγι, καλή άγρα
3. επίθ. του Πανός
4. επίθ. του Άρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αγρος (< αγρός), πρβλ. φίλαγρος, βόαγρος].