εὔγειος, -ον (ΑΜ), Α και εὔγαιος, -ον)αυτός που έχει καλό, εύφορο χώμααρχ.το θηλ. ως ουσ. ἡ εὔγειοςη εὔφορη χώρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -γειος (< γαία, γη), πρβλ. έγγειος, υπόγειος].