εὔκληρος, -ον (ΑΜ) (Α δωρ. τ. εὔκλαρος, -ον)1. αυτός που έχει καλή μοίρα, ο ευτυχής, ο τυχερός2. (κατά τον Φώτιο) «εὐεπίτευκτος»αρχ.(κατ' ευφημισμό για νεκρούς) ο μακαρίτης («ὁ εὔκληρος ἀδελφός σου», πάπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κλήρος].