Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
εύκομπος
Greek Monolingual
εὔκομπος, -ον (Α) αυτός που ηχεί δυνατά, που κροτεί με θόρυβο («πλαγαῖς εὐκόμποις» — με ισχυρά, θορυβώδη χτυπήματα, Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ.<ευ+κόμπος «θόρυβος με αντήχηση»].