εύκυκλος

Greek Monolingual

εὔκυκλος, -ον (ΑΜ) (Α και εὐκυκλής, -ές)
ο στρογγυλευμένος καλά, στρογγυλός (α. στην Ιλ. πάντα ως επίθ. της λ. ασπίς «ἀσπίδας εὐκύκλους», Ομ. Ιλ.
β. «εὔκυκλος ἕδρα», Πίνδ.)
αρχ.
αυτός που έχει ωραίους τροχούς, ο εύτροχος (α. στην Οδ. ως επίθ. της λ. ἀπήνη
άμαξα
«ἀπήνην ὑψηλὴν εὔκυκλον», Ομ. Οδ.
β. «εὔκυκλος ἀντίπηξ», Ευρ.)
2. (για επιδέσμους) αυτός που έχει οριζόντιους κύκλους
3. αυτός που κινείται σε κύκλο, ο κυκλικόςεὔκυκλος χορεία», Αριστοφ.).
επίρρ...
εὐκύκλως (Α)
κυκλικά, στρογγυλά.