εύλειμος

Greek Monolingual

εὔλειμος, -ον (Α)
ευλείμων («σῖγα δ' εὔλειμος νάπη φύλλ' εἶχε», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -λειμος (< λειμών «λιβάδι»), πρβλ. ευρύλειμος].