εύλογχος

Greek Monolingual

εὔλογχος, -ον (Α)
αυτός που έχει ή φέρνει καλή τύχη, τυχερός, ευνοϊκός, γουρλίδικος («Δημόκριτος εὐχόμενος εὐλόγχων εἰδώλων τυγχάνειν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λόγχη «μοίρα» (< λαγχάνω)].