εύπους

Greek Monolingual

εὔπους, -ουν (ΑΜ)
(για ίππους, σκύλους, πτηνά κ.λπ.) αυτός που έχει καλά και γρήγορα πόδια, ο ταχύς
μσν.
1. (για ρυθμό στο στίχο) με ωραία συνθεμένους πόδες, με ρέοντα ρυθμό
2. φρ. «εὔπους ἥβη» — η βιαστική νιότη, τα νιάτα που περνούν γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πους].