εἰδάλλομαι
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 723] = εἰδαίνομαι, Hesych. Vgl. ἰνδάλλομαι.
Greek (Liddell-Scott)
εἰδάλλομαι: εἰδαίνομαι, ἰνδάλλομαι, Ἡσύχ.
[Seite 723] = εἰδαίνομαι, Hesych. Vgl. ἰνδάλλομαι.
εἰδάλλομαι: εἰδαίνομαι, ἰνδάλλομαι, Ἡσύχ.