ἰνδάλλομαι

From LSJ
Sophocles, Antigone, 883
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰνδάλλομαι Medium diacritics: ἰνδάλλομαι Low diacritics: ινδάλλομαι Capitals: ΙΝΔΑΛΛΟΜΑΙ
Transliteration A: indállomai Transliteration B: indallomai Transliteration C: indallomai Beta Code: i)nda/llomai

English (LSJ)

almost always used in pres. and impf.: aor.
A ἰνδάλθην Lyc.597,961, Max.163:—appear, seem, ἄλλοι μοι δοκέουσι παροίτεροι ἔμμεναι ἵπποι, ἄλλος δ' ἡνίοχος ἰνδάλλεται Il.23.460; ἰνδάλλετο δέ σφισι πᾶσι τεύχεσι λαμπόμενος μεγαθύμου Πηλεΐωνος 17.213 (-θύμῳ -ωνι Aristarch., cf. 2), cf. Od.3.246, h.Ven.178: ὥς μοι ἰνδάλλεται ἦτορ as my memory seems to me, or perhaps, as my heart pictures him, Od.19.224; also in Att., ὥστ' ἔμοιγ' ἰνδάλλεται ὁμοιότατος κλητῆρος εἶναι πωλίῳ Ar.V.188; τοῦτο γάρ μοι ἰ. διανοουμένη [ἡ ψυχή], οὐκ ἄλλο τι ἢ διαλέγεσθαι it seems to me to be merely engaged in a dialogue, Pl. Tht.189e; τὰ δι' ὀφθαλμῶν ἰνδαλλόμενα ἡμῖν Arist.Mu.397b18, cf. lamb.Myst.2.3; flash on one's mind, ἀμφὶ δὲ.. μεληδόνες ἰνδάλλοντο appeared, A.R.3.812, cf. 2.545.
2 c. dat., resemble, θεοὶ ξένοις -όμενοι Pl.R. 381e, cf. Lg.959a; ἀργύρῳ Theoc.22.39; κύκνοις Lyc. 597. (Never in Trag.; connected with vid-, Εἴδω.)

German (Pape)

[Seite 1254] (εἶδος), fast nur praes. u. impf., aor. ἰνδαλθείς Lycophr. 597. 961, erscheinen, sich zeigen; ἄλλος, wie δοκεῖν, Il. 23, 460; ὥστε μοι ἀθάνατος ἰνδάλλεται εἰσοράασθαι Od. 3, 246; Il. 17, 213 lies't Spitzner mit Aristarch. ἰνδάλλετο δέ σφισι πᾶσιν τεύχεσι λαμπόμενος μεγαθύμῳ Πηλείωνι für Πηλείωνος, gegen den älteren Gebrauch; vgl. τὼ δέ οἱ ὄσσε ὄστλιγγες πυρὸς ἃς ἰνδάλλοντο Ap. Rh. 1, 1297; so mit dem nom. 2, 545. 3, 453. 812; Opp. Cyn. 3, 458; ὥς μοι ἰνδάλλεται ἦτορ Od. 19, 224, wie er mir im Herzen erscheint, vor der Seele schwebt; ἰνδάλλεται ὁμοιότατος κλητῆρος εἶναι πωλίῳ Ar. Vesp. 188; sp. D.; gleichen, τινί, ἀργύρῳ ἰνδάλλοντο λίθοι Theocr. 22, 39; Nic. Th. 153. 259; auch in Prosa, θεοὶ περιέρχονται πολλοῖς ξένοις καὶ παντοδαποῖς ἰνδαλλόμενοι Plat. Rep. II, 381 e; auch = δοκεῖν, scheinen, Theaet. 189 e; S. Emp. adv. log. 1, 249. 425, öfter; – δι' ὀφθαλμῶν ἰνδαλλόμενα ἡμῖν, erscheinend, sichtbar werdend, Arist. mund. 6, 3.

French (Bailly abrégé)

seul. prés., impf. ἰνδαλλόμην et ao. ἰνδάλθην;
1 se montrer, se faire voir ; paraître, sembler : μοι ἀθάνατος ἰνδάλλεται OD il m'apparaît comme un immortel ; ὥς μοι ἰνδάλλεται ἦτορ OD comme l'image en est restée dans mon souvenir, comme il m'apparaît dans mon cœur;
2 ressembler à, τινι : ἰνδάλλετο δέ σφισι πᾶσι Πηλείωνι IL pour eux tous il ressemblait au fils de Pelée.
Étymologie: cf. εἶδος.

Russian (Dvoretsky)

ἰνδάλλομαι: (только praes. и impf. ἰνδαλλόμην)
1 представляться, казаться (δείκελον ἰνδάλλεται Agesianax ap. Plut.): μοὶ ἀθάνατος ἰνδάλλεται εἰσοράασθαι Hom. (Нестор) кажется мне на вид бессмертным (богом); ἰνδάλλεται ὁμοιότατός τινος Arph. он кажется в высшей степени похожим на кого-л.; ὣς ἐρέω, ὥς μοι ἰνδάλλεται ἦτορ (acc. relationis) Hom. расскажу (об Одиссее) так, как он представляется в (моем) воспоминании;
2 быть схожим, походить, уподобляться (τινι Arph., Plat.): τὸ ἰνδαλλόμενον Plat. подобие, видимость, образ; τὰ διὰ πάσης αἰσθήσεως ἰνδαλλόμενα ἡμῖν Arst. всякие наши чувственные образы, представления.

Greek (Liddell-Scott)

ἰνδάλλομαι: ἀποθ., σπανίως ἐν χρήσει καὶ συνήθως κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.: ἀόρ. ἰνδάλθην μόνον παρὰ Μαξίμ. π. καταρχ. 163, καὶ Λυκόφρ. 961: (ἐκ τοῦ εἴδομαι, εἶδος, πρβλ. εἰδάλλομαι) Φαίνομαι, ἰδίως φαίνομαι ὅμοιος, «ὁμοιάζω», ὥς τέ μοι ἀθάνατος ἰνδάλλεται εἰσοράασθαι Ὀδ. Γ. 246, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 179, Θεόκρ. 22 39· ὡσαύτως μετὰ διπλῆς αἰτ., ἴνδάλλετο δέ σφισι πᾶσι.. μεγαθύμῳ Πηλείωνι, ἐφαίνετο εἰς αὐτοὺς ὡς ὁ υἱὸς τοῦ Πηλέως, Ἰλ. Ρ. 213· - οὕτω παρὰ Πλάτ. θεοῖς... ξένοις.. ἰνδαλλόμενοι Πολ. 381 Ε, πρβλ. Νόμ. 959Α. 2) φαίνομαι, νομίζομαι, ἄλλοι μοι δοκέουσι παροίτεροι ἵπποι, ἄλλος δ’ ἠνίοχος ἰνδάλλεται Ἰλ. Ψ. 460· ὥς μοι ἰνδάλλεται ἦτορ. ὥς μοι φαίνεται ἐν τῇ μνήμῃ μου, ὡς διαμέμνημαι, Ὀδ. Τ. 224· - οὕτω παρ’ Ἀττ., ὥστ’ ἔμοι γ’ ἰνδάλλεται ὁμοιότατος κλητῆρος εἶναι πωλίῳ, «φαίνεταί μοι ὅμοιος εἶναι πώλῳ κλητῆρος» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Σφ. 188· τοῦτο γάρ μοι ἰνδ. ἡ ψυχή, οὐκ ἄλλο τι ἢ διαλέγεσθαι Πλάτ. Θεαίτ. 189Ε· τὰ δι’ ὀφθαλμῶν ἰνδαλλόμενα ἡμῖν Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 3. 3) ἀμφὶ δὲ... μεληδόνες ἰνδάλλοντο, ἐφαίνοντο, Ἀπολλ. Ροδ. Γ΄, 812. - Ἐπικ. λέξ., σπανία παρ’ Ἀττ.

English (Autenrieth)

(root ϝιδ): be seen, appear, w. part., Il. 17.213 ; ὥς μοι ἰνδάλλεται ἦτορ, impers., ‘as floats before me in recollection’ (ἦτορ like κατὰ θῦμόν), Od. 19.224.

Greek Monolingual

ἰνδάλλομαι (Α)
1. φαίνομαι όμοιος με κάποιον ή κάτι («θεοῖς... ξένοις... ἰνδαλλόμενοι», Πλάτ.)
2. φαίνομαι, νομίζομαι (α. «ἄλλοι μοι δοκέουσι... ἵπποι, ἄλλοις δ' ἡνίοχος ἰνδάλλεται», Ομ. Ιλ.
β) «τὰ δι' ὀφθαλμῶν ἰνδαλλόμενα ἡμῖν», Αριστοτ.)
3. φαίνομαι, είμαι πια φανερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. (F)ίνδαλον
η λ. πρέπει να προέρχεται από το θ. weid- «βλέπω, γνωρίζω» τών ἰδεῖν, εἶδος. Το -ν- του τ. ἰνδάλλομαι προέρχεται από ένα ενεστ. θ. με διαφορετική σημ., που απαντά στο αρχ. ινδ. vindati «βρίσκω», αρχ. ιρλδ. nad-jannadar «δεν γνωρίζουν»].

Greek Monotonic

ἰνδάλλομαι: αποθ., σπανίως χρησιμ., συνήθως σε ενεστ. και παρατ. (από εἴδομαι, εἶδος, Λατ. videor
1. εμφανίζομαι ως..., μοιάζω με..., ἀθάνατος ἰνδάλλεται εἰσοράασθαι, μοιάζει με τους αθανάτους στην όψη, σε Ομήρ. Οδ.· ἰνδάλλετο δέ σφισι μεγαθύμου Πηλεΐωνος, τους φάνηκε σαν το γιο του Πηλέα, σε Ομήρ. Ιλ.
2. εμφανίζομαι, νομίζομαι, φαίνομαι, στο ίδ.· ὥς μοι ἰνδάλλεται ἦτορ, όπως φαίνεται στη μνήμη μου, όπως θυμάμαι, σε Ομήρ. Οδ.· ἰνδάλλεται ὁμοιότατος κλητῆρος, φαίνεται όμοιος με κλητήρα, σε Αριστοφ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: appear, seem (Il., Att.)
Other forms: only present-stem except ἰνδάλθην (Lyc., Max.)
Derivatives: ἰνδαλμός appearance, mental image (Hp.), ἴνδαλμα id. (LXX),
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Formed like ἀγάλλομαι (Schwyzer 725) and so perhaps from a noun *ἴνδαλον v. t. or built after such a noun. "letzten Endes zu ἰδεῖν, εἶδος (s. vv.)" [Frisk]; on the λ-stem cf. εἴδωλον, on the digamma Chantraine Gramm. hom. 1, 142. The nasal comes from a present, that is found "in anderer Bedeutung" (Frisk) in Skt. vindáti find and in several Celtic forms, e. g. OIr. ro-finnadar finds out; also in Celtic nouns e. g. OIr. find, Welsh Vindo-(magus, -bona) white, Celt. *u̯indo-, the nasal taken from the present. On ἰνδαλμός cf. esp. σχινδαλμός (s.v.). - The conclusion is drawn too quickly. For the meaning one might as well compare εἰκ- seem (which is impossible for the κ). The formation with -αλ- (-αλμος) is non-IE; for σχινδαλμός and ὀφθαλμός this is evident from their variants (σχ-/σκ-, -ινδ-/ιδ, -αλ(α)μος) s.vv. As the examples εἴδωλον, εἴκελος show, IE forms have -ελ-, -ωλ-, not -αλ-. Therefore the word is rather Pre-Greek. The agreement in form and meaning is just like that in ὀφθαλμός; some such cases are only to be expected.

Middle Liddell

ἰνδάλλομαι, [Dep., hardly used, save in pres. and imperf.] [from εἴδομαι, videor]
1. to appear like, look like, ἀθανάτοις ἰνδάλλεται εἰσοράασθαι he is like the immortals to look upon, Od.; ἰνδάλλετο δέ σφισι μεγαθύμῳ Πηλείωνι he seemed to them like the son of P., Il.
2. to appear, seem, Il.; ὥς μοι ἰνδάλλεται ἦτορ as my heart seems to me [to say], i. e. as the matter seems to me, Od.; ἰνδάλλεται ὁμοιότατος κλητῆρος he seems most like a summoner, Ar.

Frisk Etymology German

ἰνδάλλομαι: (ep. seit Il., auch att.)
{indállomai}
Forms: nur Präsensstamm bis auf ἰνδάλθην (Lyk., Max.)
Grammar: v.
Meaning: erscheinen, sich zeigen, gleichen.
Derivative: Davon ἴνδαλμα Abbild, Trugbild (LXX, Kaiserzeit), ἰνδαλμός ib. (Hp.).
Etymology : Wie ἀγάλλομαι u. a. gebildet (Schwyzer 725) und somit von einem Nomen *ἴνδαλον o. ä. abgeleitet bzw. einem derartigen Nomen nachgebildet; letzten Endes zu ἰδεῖν, εἶδος (s. dd.); zum λ-Stamm vgl. εἴδωλον, zum Digamma Chantraine Gramm. hom. 1, 142. Der Nasal stammt aus einem Präsens, das in anderer Bedeutung in aind. vindáti finden und in mehreren keltischen Formen, z. B. air. ro-finnadar findet aus vorliegt; auch in keltische Nomina z. B. air. find, gall. Vindo-(magus, -bona) weiß, kelt. *u̯indo-, ist der Präsensnasal eingedrungen. Zu ἰνδαλμός vgl. bes. σχινδαλμός (zu lat. scindō, σχίζω; Bechtel Lex. s. ἰνδάλλομαι). Lit. bei Bq und WP. 1, 237.
Page 1,727

Mantoulidis Etymological

(=μοιάζω, φαίνομαι). Ἀπό τό ἐπικό εἰδάλιμος (=ὄμορφος) (τοῦ εἴδομαι = φαίνομαι καί εἴδω = βλέπω). Μέ ρίζα: ϝιδ + ἐπένθεση ἑνός ν καί τό πρόσφυμα j → ἴ-ν-δάλ-j-ομαι → ἰνδάλλομαι.
Παράγωγα: ἴνδαλμα (=μορφή, ὁμοίωμα), ἰνδαλματικός, ἰνδαλμός.