εἰδημονικός
English (LSJ)
εἰδημονική, εἰδημονικόν, belonging to knowledge, ἀρχά, opp. κοινανικά, Archyt. ap. Stob.2.31.120. Adv. εἰδημονικῶς = with knowledge, skilfully, Suid.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 relativo, propio del conocimiento, ἀρχά op. κοινανικός Ps.Archyt.Pyth.Hell.42.16.
2 adv. εἰδημονικῶς = con conocimiento, sagazmente Sud., Zonar.p.694.