κοινανικός
From LSJ
English (LSJ)
= κοινωνικός, Archyt. ap. Stob.1.48.6.
Greek Monolingual
κοινανικός, -ή, -όν (Α)
(δωρ. τ.) βλ. κοινωνικός.
Full diacritics: κοινᾱνικός | Medium diacritics: κοινανικός | Low diacritics: κοινανικός | Capitals: ΚΟΙΝΑΝΙΚΟΣ |
Transliteration A: koinanikós | Transliteration B: koinanikos | Transliteration C: koinanikos | Beta Code: koinaniko/s |
= κοινωνικός, Archyt. ap. Stob.1.48.6.
κοινανικός, -ή, -όν (Α)
(δωρ. τ.) βλ. κοινωνικός.