εἰκαιοβουλία

English (LSJ)

ἡ, rashness, Hsch.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
temeridad, atrevimiento τῆς ἑαυτῶν εἰκαιοβουλίας οὐκ ἀγαθὰς εὑρήσουσιν ἀμοιβάς ref. a los adoradores de ídolos Cyr.Al.M.71.197C, cf. 300D, 72.213D, de Judas, Procl.CP Or.M.65.781A
baladronada, insensatez Hsch., Sud.

German (Pape)

[Seite 726] ἡ, Unüberlegtheit, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

εἰκαιοβουλία: ἡ, «ματαιοβουλία», Ζωναρ. 631, «ματαιοφροσύνη», Σουΐδ. ἐν λέξει, Κύριλλ. Ἀλεξ. ΙΙ. 69C, ΙΙΙ. 396C.

Greek Monolingual

εἰκαιοβουλία, η (Α)
βιασύνη, επιπολαιότητα.