Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀμοιβάς

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμοιβάς Medium diacritics: ἀμοιβάς Low diacritics: αμοιβάς Capitals: ΑΜΟΙΒΑΣ
Transliteration A: amoibás Transliteration B: amoibas Transliteration C: amoivas Beta Code: a)moiba/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, pecul. fem. of ἀμοιβαῖος, χλαῖναν… ἥ οἱ παρεκέσκετ' ἀμοιβάς which lay beside him as change of raiment, Od. 14.521; in succession, μάχαιρα Nonn. D. 28.135.

Spanish (DGE)

-άδος
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1de muda, como muda χλαῖναν ... ἥ οἱ παρεκέσκετ' ἀμοιβάς Od.14.521.
2 que cambia, cambiante αὔρη Nonn.D.33.339.
II que responde ἀμοιβάδι φωνῇ Nonn.Par.Eu.Io.1.20, 18.25, ἀμοιβάδι ... ἰωῇ Nonn.Par.Eu.Io.21.16
en respuesta, a su vez ἀμοιβάδι τύψε μαχαίρῃ le golpeó a su vez con un cuchillo Nonn.D.28.135.

German (Pape)

[Seite 127] fem. zum vor., Hom. einmal, Od. 14, 521 χλαῖναν, ἥ οἱπαρεκέσκετ' ἀμοιβάς, Mantelzum Wechseln; v.l. παρεχέσκετ', wobei ἀμοιβάς acc. plur. von ἀμοιβή ist, der Mantel bot ihm Wechsel, er konnte ihn abwechselnd mit seinem anderen tragen, s. Scholl. (Didym.) u. vgl. Apoll. lex. Hom. 28, 20; Od. 8, 249 εἵματα ἐξημοιβά.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
ἀμοιβὰς χλαῖνα OD manteau de rechange.
Étymologie: ἀμοιβή.

Russian (Dvoretsky)

ἀμοιβάς: άδος adj. f сменная, запасная (χλαῖνα Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμοιβάς: -άδος, ἡ, ἰδιόρρυθμ. Θηλ. τοῦ προηγ., χλαῖναν…, ἣ οἱ παρεκέσκετ’ ἀμοιβάς, ἥτις ἔκειτο πλησίον του πρὸς ἀλλαγήν, Ὀδ. Ξ. 521.

English (Autenrieth)

άδος (ἀμείβω): adj., for a change, χλαίνη, Od. 14.521†.

Greek Monolingual

ἀμοιβάς, η (Α) ἀμοιβή
αυτή που χρησιμεύει για αλλαγή, η εναλλασσόμενη με κάποια άλλη
«ἀμοιβὰς χλαῖνα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμοιβή
ιδιόρρυθμος τ. θηλ. του ἀμοιβαῖος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμοιβάδιος, ἀμοιβάζω, ἀμοιβαδίζω
μσν.
ἀμοιβαδής].

Greek Monotonic

ἀμοιβάς: -άδος, θηλ. του προηγ., για την αλλαγή της αμφίεσης, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

[fem. of ἀμοιβαῖος
for a change of raiment, Od.