εἰκονίδιον

English (LSJ)

τό, Dim. of εἰκών 1.1, POxy.1449.8 (iii A. D.).

Spanish (DGE)

-ου, τό
estatuilla εἰ. ... τῆς μορφῆς Ἀλεξάνδρου Ps.Callisth.1.23B, cf. 3.22B, εἰ. μικρὸν ἐπιτιθέντα τῇ γαστρὶ δι' ὅλης τῆς νυκτός Anecd.Erm.173
retrato, imagen prob. pintada sobre un clípeo POxy.1449.42, 58 (III d.C.) (cf. BL 9.186, SEG 43.1319).

Greek Monolingual

εἰκονίδιον, το (AM)
μικρή εικόνα.