εἰκοσάγωνος
English (LSJ)
εἰκοσάγωνον, having twenty angles: τὸ εἰ. Iamb.VP34.247.
Spanish (DGE)
-ον
geom. que tiene veinte ángulos subst. τὸ εἰ. icoságono n. dado por los pitagóricos al dodecaedro Iambl.VP 247.
German (Pape)
[Seite 727] zwanzigeckig, Iambl. v. Pyth. 34, εἰκοστάγωνος f.l.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM εἰκοσάγωνος, -ον)
1. αυτός που έχει είκοσι γωνίες
2. το ουδ. ως ουσ. το εικοσάγωνο(ν)
γεωμετρικό σχήμα με είκοσι γωνίες.