εἰκοστάγωνος

German (Pape)

[Seite 727] s. εἰκοσάγωνος.

Greek (Liddell-Scott)

εἰκοστάγωνος: -ον, ἔπρεπε νὰ εἶναι εἰκοσάγωνος, εἴκοσι γωνίας ἔχων, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 34.