εἰσάμην

English (LSJ)

A v. εἴσομαι II.
II Ep. aor. Med. of Εἴδω.
III εἱσάμην, aor. Med. of ἵζω, SIG1041.8.

German (Pape)

[Seite 740] aor. I med. zu εἶμι, Il. 13, 191; sonst zu εἴδομαι, ich erschien, Hom.

Russian (Dvoretsky)

εἰσάμην:
I эп. aor. med. к εἶμι.
II эп. aor. med. к *εἴδω.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσάμην: Ἐπ. ἀόρ. τοῦ εἶμι (πορεύομαι), ὃ ἴδε, Ἰλ. ΙΙ. Ἐπ. μέσ. ἀόρ. τοῦ *εἴδω (ἴδε σημασ. ΙΙ). ΙΙΙ. εἱσάμην, μετὰ δασέος πνεύματος, μέσ. ἀόρ. τοῦ ἵζω, ἴδε ἵζω Ι.

Greek Monotonic

εἰσάμην:I. Επικ. αόρ. αʹ του εἶμι (ibo).
II. του *εἴδω II.