εἰσβατός

English (LSJ)

εἰσβατή, εἰσβατόν, accessible, τῇτόλμῃ Th.2.41.

German (Pape)

[Seite 741] zugänglich, Thuc. 2, 41.

Russian (Dvoretsky)

εἰσβᾰτός: староатт. ἐσβατός 3 доступный (θάλασσα καὶ γῆ τῇ τόλμῃ τινός Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

εἰσβᾰτός: -ή, -όν, προσιτός, τῇ τόλμῃ Θουκ. 2. 41.

Greek Monolingual

εἰσβατός, -όν (AM)
(για χώρο) προσιτός, αυτός στον οποίο μπορεί κανείς να μπει.

Greek Monotonic

εἰσβᾰτός: -ή, -όν (εἰσβαίνω), ευκολοπλησίαστος, προσιτός, σε Θουκ.

Middle Liddell

εἰσβᾰτός, ή, όν εἰσβαίνω
accessible, Thuc.