εἰσεμπορεύομαι

English (LSJ)

Pass., enter a country as a trader, εἰς τὴν χώραν IG12.57.20: expld. by τὸ εἰς πολεμίους ἐμπορίας χάριν ἀπιέναι, Hsch.

Spanish (DGE)

adentrarse, penetrar para comerciar ἐ[ς] τε̄̀ν χόραν IG 13.61.20 (V a.C.), cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 742] in Handelsgeschäften reisen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσεμπορεύομαι: εἰσάγω ἐμπορεύματα, CIA. Ι. 40, 20· κατὰ δὲ Ἡσύχ. «εἰσεμπορεύεσθαι· τὸ εἰς πολέμους ἐμπορίας χάριν ἀπιέναι».

Greek Monolingual

εἰσεμπορεύομαι (Α)
εισάγω εμπορεύματα.