εἰσεπιδημέω

English (LSJ)

visit a foreign state, Pl.Lg.952d.

Spanish (DGE)

venir del extranjero τὸν δ' εἰσεπιδημήσαντα μετὰ τοῦτον χρὴ φιλοφρονεῖσθαι Pl.Lg.952d.

German (Pape)

[Seite 742] als Fremder wohin kommen, Plat. Legg. XII, 952 d.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσεπιδημέω: ἔρχομαι ὡς ξένος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐκδημέω, Πλάτ. Νόμ. 952D.

Russian (Dvoretsky)

εἰσεπιδημέω: прибывать или селиться как иноземец Plat.