εἰσμάσσομαι
English (LSJ)
Med., Dor. aor. I ἐσεμαξάμαν, wipe upon, κόλπον ἐς εὐώδη.. ἐσεμάξατο χεῖρας, metaph., of Aphrodite imparting her charms, Theoc.17.37.
Greek Monolingual
εἰσμάσσομαι (Α)
1. εμβάλλω συρτά
2. ψηλαφώ.
Russian (Dvoretsky)
εἰσμάσσομαι: ион.-дор. ἐσμάσσομαι всовывать, просовывать (ἐς κόλπον ἐσεμάξατο χεῖρας Theocr.).