εἰσοικισμός
English (LSJ)
ὁ, bringing in as settler, Hld.8.1.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 instalación, alojamiento ὁ εἰς τὰ βασίλεια τοῦ Θεαγένους εἰ. Hld.8.1.7.
2 penetración, entrada ὁ διὰ τῶν ληπτοτάτων ὀπῶν τοῦ θωρακίου εἰ. τοῦ βέλους Ephr.Syr.2.284C.
German (Pape)
[Seite 744] ὁ, Einführung in ein Haus, εἰς τὰ βασίλεια Heliod. 8, 1.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσοικισμός: ὁ, ἡ ἐγκατάστασις, Ἡλιόδ. 8. 1.
Greek Monolingual
εἰσοικισμός, ο (Α)
εγκατάσταση σε άλλον τόπο.