εἱλικόμορφος

English (LSJ)

εἱλικόμορφον, (ἕλιξ) of twisted or spiral form, Opp.C.2.98.

Spanish (DGE)

(εἱλῐκόμορφος) -ον en forma de espiral κέρας Opp.C.2.98.

Greek (Liddell-Scott)

εἱλικόμορφος: -ον, (ἕλιξ) ἑλικόμορφος, ἑλικοειδής, Ὀππ. Κ. 2. 98.

Greek Monolingual

εἱλικόμορφος, -ον (Α)
βλ. ελικόμορφος.