ἑλικοειδής

From LSJ

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑλῐκοειδής Medium diacritics: ἑλικοειδής Low diacritics: ελικοειδής Capitals: ΕΛΙΚΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: helikoeidḗs Transliteration B: helikoeidēs Transliteration C: elikoeidis Beta Code: e(likoeidh/s

English (LSJ)

poet. εἱλικοειδής, ές, spiraling, twisting, of winding form or of spiral form, (σαυνία) D.S.5.30; γραμμή Plu.Num.13; of planetary orbits, Cleom.1.4; ἔντερον Aret.SD2.3; τόποι S.E.P.1.126; σελήνη D.L.7.144. Adv. ἑλικοειδῶς = in a winding shape Cleom.1.4, Dsc.2.165, Olymp. in Mete.13.9.

Spanish (DGE)

-ές
• Alolema(s): εἱλικοειδής Zonar.
I gener.
1 que tiene salientes y entrantes o escotaduras, ondulado, quebrado τὰ δ' ἑλικοειδῆ (σαυνία) δι' ὅλων ἀνάκλασιν ἔχει D.S.5.30, γραμμή de los escudos de los salios, Plu.Num.13, ἐν στενοῖς καὶ ἑλικοειδέσι (τόποις) op. ἀναπεπτάμενοςabierto’, ‘liso’, S.E.P.1.126, cf. Zonar., περὶ κνώδακας ... κοιλότητας ἔχοντας ἑλικοειδεῖς Orib.49.23.19.
2 sinuoso, serpenteante κατὰ τὴν πορείαν ἑλικοειδεῖς ἔχει τὰς ὁρμάς de un dragón mítico, Herenn.Phil.Hist.4, cf. Eust.Ant.Hex.M.18.745C
que se produce en espiral, que forma espirales de una de las formas de movimiento divino, Dion.Ar.DN 9.9, ἡ ἑ. τοῦ πυρὸς καταφορά Sch.A.Pr.1043H., ῥεῦσις Sud.s.u. ἑλικώτατον ὕδωρ.
3 retorcido, enrollado τὰ κέρατα Apollon.Lex.66.21, τὰ ἑλικοειδῆ ξέσματα las virutas Origenes Cels.6.55, ὀφρῦς ἑ. τὴν ἀψῖδα περιτορνεύουσα Lib.Descr.30.12, λόβος de una planta, Sch.Theoc.3.29d, αἱ ἑλικοειδεῖς τρίχες los bucles, EM 640.46G.
4 que se arremolina alrededor, que rodea, envolvente τὸ ἑ. (κῦμα), ὃ βαπτίζει τὰς ναῦς Sch.S.Ai.353P.
II usos técn., cien.
1 anat. sinuoso, ondulado αἱ φλέβες Hp.Morb.4.40, τῇ περὶ τὸ στόμα τῆς μήτρας ἑλικοειδεῖ ἐπαναστάσει Gal.19.127, de las trompas de los ovarios, Aët.16.1
que forma pliegues o circunvoluciones ἡ τῆς ὑὸς μήτρα Gal.2.891, cf. Sor.1.4.43, ἔντερον Aret.SD 2.3.5
helicoidal τὰ ἑλικοειδῆ ἀγγεῖα los vasos helicoidales, e.e. los canalículos seminíferos Gal.4.562, del caracol o coclea en el oído ἡ ἀκοὴ ... ἑλικοειδεῖ τῷ πόρῳ τῶν ἐν τῷ ἀέρι ψόφων ἀντιλαμβάνεται Basil.Hom.23 (p.37.2), cf. Thdt.M.83.477D.
2 mat. helicoidal γραμμαί Hero Def.7 tít., Theo Sm.178.13, cf. Plot.6.3.13, Porph.in Cat.133.11, ref. al movimiento, Olymp.in Mete.205.17.
3 astr. sinuoso, que forma ondas, ondulatorio del movimiento de astros por el círculo zodiacal, D.L.7.144, Cleom.1.2.64, Sch.E.Ph.1.
4 arq. espiral ref. las volutas de los capiteles, Hsch.s.u. ἀνθέμιον
de una escalera de caracol ἡ ἐν τῷ ναῷ τοῦ θεοῦ ἄνοδος Origenes Io.10.40.278.
III adv. ἑλικοειδῶς
1 anat. formando pliegues o circunvoluciones πέπλεκται ... ἀγγεῖα ἑ. Gal.2.890, cf. 4.570, τὴν ὀπὴν ἑλικοειδῶς ἐξετόρνευσεν ref. a las orejas, Pall.V.Chrys.4.139.
2 ref. mov. en espiral, helicoidalmente πλάνητες ... ἑλικοειδῶς ἐν αὐτῷ (τῷ ζῳδιακῷ) κινούμενοι Cleom.1.2.61, ἅπερ (τὰ ἐκνέφια πνεύματα) ἑλικοειδῶς ἑλίττονται Olymp.in Mete.13.9, del movimiento de los ángeles, op. κυκλικῶςen círculo’ y κατ' εὐθείανen línea recta’, Dion.Ar.DN 4.8, del vuelo de un insecto atado, Suet.Lud.6
del crecimiento de ciertas plantas en espiral, como enredadera καυλοὶ ... περιελισσόμενοι τοῖς παρακειμένοις δένδρεσι ἑ. Dsc.2.165, cf. Poll.9.124.
3 formando diseños de espirales u ondas τοὺς ἥλους ἑ. τοῖς καττύμασι ἐγκατακρούειν obligan a los zapateros a clavar los clavos en las suelas haciendo diseños de ondas Clem.Al.Paed.2.11.116.

German (Pape)

[Seite 797] ές, wie gewunden, gedreht; γραμμή Plut. Num. 13; a. Sp. – Adv., D. L. 10, 104.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui est comme roulé en spirale, sinueux, tortueux.
Étymologie: ἕλιξ, εἶδος.

Russian (Dvoretsky)

ἑλῐκοειδής: извилистый (γραμμή Plut.; σαυνίον Diod.; τόποι Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

ἑλικοειδής: ποιητ. εἱλικ-, ἑς, ἔχων σχῆμα ἕλικος, Πλουτ. Νουμ. 13· ἔντερον Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρ. Παθ. 3. 3. - Ἐπίρρ. -δῶς, ἴδε ἐν λ. ἀλλοειδής.

Greek Monolingual

-ές (AM ἑλικοειδής, Α και εἱλικοειδής)
αυτός που μοιάζει στο σχήμα με έλικα.

Greek Monotonic

ἑλῐκοειδής: ποιητ. εἱλικ-, -ές (εἶδος), αυτός που έχει σχήμα έλικα ή σπείρας, φιδωτός, σε Πλούτ.

Middle Liddell

εἶδος
of winding or spiral form, Plut.