εἴνατος

English (LSJ)

v. ἔνατος.

Spanish (DGE)

v. ἔνατος.

German (Pape)

[Seite 733] p. = ἔννατος, Il. 2, 295.

French (Bailly abrégé)

épq. et ion. c. ἔνατος.

Russian (Dvoretsky)

εἴνᾰτος: эп.-ион. = ἔνατος.

Greek (Liddell-Scott)

εἴνατος: -η, -ον, Ἐπ. καὶ Ἰων. ἀντὶ ἔνατος, Ἰλ. Ἡρόδ.

English (Autenrieth)

(ἐννέα): ninth.
ninth.

Greek Monolingual

εἴνατος, -η, -ον (Α)
βλ. ένατος.

Greek Monotonic

εἴνᾰτος: -η, -ον, Ιων. αντί ἔνατος, ο ένατος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.

Middle Liddell

εἴνᾰτος, η, ον [ionic for ἔνατος,]
ninth, Il., Hdt.