ένατος
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔνατος, -άτη, -ατον
Α και επιτ. τ. εἴνατος, -η, -ον και αιολ. τ. ἔνοτος, -η, -ον)
αυτός που στη σειρά κατέχει τον αριθμό εννέα («εἴνατος ἐνιαυτός», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το ένατο
καθένα από τα εννέα ίσα μέρη ενός συνόλου
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ένατα
μνημόσυνο που γίνεται την ένατη μέρα μετά την ταφή, εννιάμερα
3. μουσ. το θηλ. ως ουσ. η ενάτη
ο ένατος φθόγγος της διατονικής κλίμακας
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἔνατα
θυσίες που προσφέρονταν την ένατη μέρα μετά τον ενταφιασμό
2. φρ. «ἔναται Μοῦσαι» — οι εννέα Μούσες.