εὐάξων

English (LSJ)

with beautiful axles, gloss on εὐάντυξ, Suid., Phot.

Greek Monolingual

εὐάξων, ὁ, ἡ (Μ) άξων
(για άμαξα ή άλλο τροχοφόρο) αυτός που έχει καλούς, ωραίους άξονες, ο ευάντυξ.

German (Pape)

Suid. und Phot. als Erkl. von εὐάντυξ.