εὐανορία

English (LSJ)

ἡ, Dor. for εὐηνορία.

German (Pape)

[Seite 1056] ἡ, dor. für εὐηνορία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 mâle vigueur, courage;
2 abondance d'hommes forts, courageux, etc.
Étymologie: εὐήνωρ.

Russian (Dvoretsky)

εὐᾱνορία: ἡ дор. мужская доблесть, мужество Eur., pl. Pind.

Greek (Liddell-Scott)

εὐᾱνορία: ἡ, Δωρ. ἀντὶ εὐηνορία.

English (Slater)

εὐᾱνορία pl., hosts of noble men αἰτήσων πόλιν εὐανορίαισι τάνδε κλυταῖς δαιδάλλειν (O. 5.20)

Greek Monolingual

εὐανορία, ἡ (Α)
δωρ. τ., βλ. ευηνορία.

Greek Monotonic

εὐᾱνορία: ἡ, Δωρ. αντί εὐηνορία.

Middle Liddell

εὐᾱνορία, ἡ, [doric for εὐηνορία.]