εὐγράμματος

English (LSJ)

ὁ, a good writer, Heph.Astr.1.1.

Greek (Liddell-Scott)

εὐγράμματος: -ον, συγκείμενος ἐκ καλῶν γραμμάτων, εὔφημος, Σουΐδ. ἐν λέξει.

Greek Monolingual

εὐγράμματος, -ον (ΑΜ)
μσν.
γραμματισμένος, μορφωμένος
αρχ.
καλλιγράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -γραμματος (< γράμμα, -ατος), πρβλ. εγγράμματος, μονογράμματος].