εὐεκτέω
English (LSJ)
to be in good condition, τῷ σώματι Ceb.16, cf. Ph.1.611, Gal.UP1.21, Aesop.185, etc.; ὅταν ἢ ζῷον ἢ δένδρον εὐεκτῇ Plu.2.919c.
German (Pape)
[Seite 1064] sich wohl befinden, gesund, kräftig sein, Ath. IV, 168 a; καὶ παχύνεσθαι, von Bäumen, Plut. Qu. nat. 30.
Greek (Liddell-Scott)
εὐεκτέω: εἶμαι ἐν καλῇ ὑγιείᾳ, εἶμαι εὔρωστος, τῷ σώματι Κέβητος Πίναξ 16· εἰς ψυχὴν Εὐστ. Πονημάτ. 121. 88· ὅταν ἢ ζῷον ἢ δένδρον εὐεκτῇ Πλούτ. 2. 919C.
Russian (Dvoretsky)
εὐεκτέω: быть здоровым, крепким (ὅταν ἢ ζῷον ἢ δένδρον εὐεκτῇ Plut.).