εὐεπακολούθητος

English (LSJ)

εὐεπακολούθητον, easy to follow, of a train of argument, Arist.Rh.1357a11.

German (Pape)

[Seite 1064] dem man leicht folgen kann, Arist. rhet. 1, 2 M.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à suivre.
Étymologie: εὖ, ἐπακολουθέω.

Russian (Dvoretsky)

εὐεπᾰκολούθητος: легко прослеживаемый (τὸ συλλελογισμένον Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐεπακολούθητος: -ον, ὃν εὐκόλως δύναταί τις να παρακολουθήσῃ, ἐπὶ σειρᾶς συλλογισμῶν, Ἀριστ. Ρητ. 1. 2, 13.

Greek Monolingual

εὐεπακολούθητος, -ον (Α)
(για σειρά συλλογισμών) αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί κάποιος να παρακολουθήσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επ-ακολουθώ].